μεῖν'

μεῖν'
μεῖναι , μένω
stay
aor imperat mid 2nd sg
μεῖναι , μένω
stay
aor inf act
μεῖνα , μένω
stay
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
μεῖνε , μένω
stay
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μέιν — (Maine). Πολιτεία (86.027 τ. χλμ., 1.294.464 κάτ. το 2002) των βορειοανατολικών ΗΠΑ, στην ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Νέας Αγγλίας. Στα Ν και ΝΑ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα ΒΑ και ΒΔ συνορεύει με τον Καναδά και στα ΝΔ με την… …   Dictionary of Greek

  • Ριντ, Τόμας Μέιν — (Reid, 1818 – 1883). Άγγλος συγγραφέας. Το 1838 μετανάστευσε στις ΗΠΑ όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Πήρε επίσης μέρος στον πόλεμο των Αμερικανών με τους Μεξικανούς (1846 48). Το 1849 γύρισε στην Ευρώπη και το 1850 κυκλοφόρησε το… …   Dictionary of Greek

  • Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache …   Deutsch Wikipedia

  • SAGA — a sagiendo. Cicero de Divin. l. 1. Sagire enim sentire acute est, ex quo Sagae anus, quia multa scire volunt et sagaces dicti canes. Apuleius Met. l. 1. Potens illa et Regina caupona, quid mulieris est? Saga, inquit; et divina, potens caelum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλκοολισμός — Δηλητηρίαση από οινοπνευματώδη που παρουσιάζεται με δύο μορφές: οξεία (μέθη) και χρόνια. Στην οξεία μορφή, ανάλογα με την ποσότητα του αλκοόλ που έχει καταναλωθεί και την κατάσταση του ατόμου (βαθμός πλήρωσης του στομάχου, ατομική νευρική… …   Dictionary of Greek

  • μεινίσκω — και μεινέσκω και μενέσκω και μνέσκω και μνίσκω 1. παύω, σταματώ 2. προσηλώνομαι, αφοσιώνομαι 3. παραμένω σε μια κατάσταση ή διάθεση 4. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, γίνομαι 5. παραμένω στην ίδια θέση, μένω ακίνητος 6. χρονοτριβώ 7. διατηρούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • ποτοαπαγόρευση — Κίνηση που εκδηλώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα για την απαγόρευση της παραγωγής, της πώλησης και της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών. Από το 1871 χρονολογείται η πρώτη νόμιμη απαγόρευση, στην… …   Dictionary of Greek

  • Αβενάκοι — Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής, της φυλής των Αλγκονκίνων. Κατοικούσαν στις περιοχές του Νιου Μπρούνσγουικ και του Μέιν. Έγιναν χριστιανοί από τους ιησουίτες και καπουτσίνους μοναχούς και, κατά τους πολέμους μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας τον 18ο αι …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Έλιοτ, Μαξίν — (Maxine Elliott, Μέιν, ΗΠΑ 1868 – Κάνες, Γαλλία 1940). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού Τζέσι Ντέρμοτ (Jessie C. Dermot). Υπήρξε από τις ιστορικές μορφές του αμερικανικού θεάτρου ξεκινώντας στη σκηνή σε ηλικία μόλις 22 ετών με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”